- radioaltimeter
- Бытовая техника: радиовысотомер
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
ραδιοϋψόμετρο — το, Ν (αεροπορ.) συσκευή η οποία επιτρέπει τον προσδιορισμό τής κατακόρυφης απόστασης ενός αεροσκάφους από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioaltimeter (< λατ. radius «ακτίνα» + altimeter «υψόμετρο»)] … Dictionary of Greek